- παστέλι
- το(λ. ιταλ.), είδος γλυκίσματος με σουσάμι και μέλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παστέλι — το είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastello < pasta (βλ. λ. πάστα)] … Dictionary of Greek
Pasteli — (griechisch παστέλι (n. sg.)) ist eine traditionelle griechische Süßigkeit. Inhaltsverzeichnis 1 Zusammensetzung 2 Geschichte 3 Einzelnachweise 4 … Deutsch Wikipedia
ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κοπτοπλακούς — κοπτοπλακοῡς, οῡντος, ὁ (Α) πίτα από κοπανισμένο σησάμι, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + πλακοῦς «πίτα»] … Dictionary of Greek
μελίπηκτο — το (Α μελίπηκτον και δωρ. τ. μελίπακτον) γλύκισμα που παρασκευάζεται από μέλι και σουσάμι, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μελίπηκτος (πρβλ. σακχαρό πηκτο)] … Dictionary of Greek
πάστιλλος — και πάστελ(λ)ος, ὁ, Α 1. παστίλια, φαρμακευτικό δισκίο 2. παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastillus, υποκορ. τού λατ. panis (< *pasnis) «ψωμί»] … Dictionary of Greek
παστελοπώλης — ο / παστελοπούλης, ΝΜ ο πωλητής παστελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστέλι + πώλης / πούλης (< πωλῶ / πουλῶ)] … Dictionary of Greek
σησαμή — έα, ἡ, Α [σήσαμον] γλύκισμα από φρυγανισμένο σουσάμι και μέλι, παστέλι … Dictionary of Greek
σησαμίς — ίδος, ἡ, Α 1. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία φυτό ρεζεντά 2. σησαμῆ*, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. δαφν ίς)] … Dictionary of Greek
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek